Η ζωη και η τεχνη της Μαριας Χαιρογιωργου-Σιγαρα
του Κωνσταντίνου Π. Καράμπελα-Σγούρδα
Η Μαρία Χαιρογιώργου στάθηκε από την αρχή της ζωής της τυχερή και ευλογημένη. Μετά από τις βασικές της σπουδές στην Αθήνα, ευτύχησε να μελετήσει για τρία χρόνια στην Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας, στη Ρώμη, πλάι στον φημισμένο Ιταλό μουσουργό, διευθυντή ορχήστρας και πιανίστα Alfredo Casella, ενώ αργότερα, στο Παρίσι, τελειοποιήθηκε κοντά στη θρυλική πιανίστα και παιδαγωγό Marguerite Long. Αν ο Casella υπήρξε ο Μέντορας και η μεγάλη έμπνευση της νεανικής της ζωής, τότε η Long συνέβαλλε αποφασιστικά στην ολοκλήρωση των ανεκτίμητων γνώσεων που είχε λάβει από εκείνον. Όσα η Long προσέφερε για τη διάδοση της γαλλικής μουσικής, άλλα τόσα προσέφερε και η μαθήτριά της για τη διάδοση της ελληνικής μουσικής: από τα πρώτα κιόλας στάδια της καριέρας της, η πολυβραβευμένη σε διεθνείς διαγωνισμούς Μαρία Χαιρογιώργου θέλησε κοντά στα αριστουργήματα του κλασικού ρεπερτορίου, να εντάξει και νέα έργα του «δικού μας», του ελληνικού ρεπερτορίου, που παρουσίασε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Όταν επέστρεψε από το Παρίσι στην Αθήνα, ο αείμνηστος αρχιμουσικός Φιλοκτήτης Οικονομίδης τής ζήτησε μέσα σε έναν μόνο μήνα να προετοιμάσει το Κοντσέρτο για πιάνο του Μανώλη Καλομοίρη, το οποίο και τελικά ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα, υπό τη διεύθυνση του Οικονομίδη. Με αστείρευτο ενθουσιασμό κατά τα επόμενα χρόνια δίνει τις πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις μίας σειράς «ελληνικών» κοντσέρτων. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα κοντσέρτα των Αντίοχου Ευαγγελάτου, Θόδωρου Καρυωτάκη, Πέτρου Πετρίδη, Μενέλαου Παλλάντιου και Μίκη Θεοδωράκη. Επιπλέον, εμπνέει πολλούς Έλληνες να συνθέσουν ειδικά για εκείνη και να της αφιερώσουν έργα τους. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι σε εκείνη οφείλουμε ένα μεγάλο, πιθανόν το μεγαλύτερο, μέρος του ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Ανήκε στους εκλεκτούς καλλιτέχνες-μουσικούς που κατείχαν τον τρόπο να κάνουν το πιάνο να «τραγουδάει» και να αγγίζει τις καρδιές των ακροατών με αμεσότητα. Ήξερε να συγκινείται και να συγκινεί. Επιπλέον, ήξερε να δαμάζει τα κάθε είδους τεχνικά προβλήματα των παρτιτούρων που προσέγγιζε με εκπληκτική ευχέρεια και ευστοχία. Θαύμαζε κανείς την ακλόνητη τεχνική της και τα έξοχα reflexes των δακτύλων της. Και πόσο καλά συνεργαζόταν με άλλους μουσικούς, σε Κοντσέρτα και σε μουσική δωματίου.
Ο ομότεχνός της, Claudio Arrau, έλεγε ότι είναι άσκοπο να παίζεις ένα έργο αν δεν έχεις προηγουμένως βεβαιωθεί για τη σημασία κάθε μέτρου του. Η Μαρία Χαιρογιώργου αποδείκνυε το λόγο ύπαρξης όχι απλά κάθε μέτρου, αλλά και κάθε νότας, ακόμα και κάθε παύσης! Η Ελληνίδα Grande Dame των πλήκτρων πετύχαινε με κάθε της εμφάνιση να παρασύρει τον ακροατή υποβάλλοντας υψηλού μουσικού ενδιαφέροντος αναγνώσεις, άψογα οργανωμένες και ισορροπημένες, δυναμικές και συγχρόνως πολύ ποιητικές.
Θα θυμόμαστε πάντα την τελευταία της εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, όταν συνοδευόμενη από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, μια ορχήστρα την οποία πολύ αγάπησε, χάρισε μια επική ερμηνεία του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 3 του Beethoven.